αδιαπεψία

αδιαπεψία
η [αδιάπεπτος]
η αχωνεψία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιάπεπτος — η, ο (AM ἀδιάπεπτος, ον) αυτός που δεν υφίσταται πέψη, κακοχώνευτος, δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *διαπέπτω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαπεψία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”